- σκυφών
- -ῶνος, ὁ, Απιθ. επικάλυμμα σκύφου ή κοίλωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύφος + κατάλ. -ών, -ῶνος (πρβλ. πυλ-ών)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκύφων — σκύφος cup masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πέλλας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας βρίσκεται απέναντι από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Πέλλας (Εθνική οδός Θεσσαλονίκης Έδεσσας) και στεγάζει σε τρεις αίθουσες τα σημαντικότερα ευρήματα της πόλης, που από τον 5ο αι. π.Χ. ήταν… … Dictionary of Greek